Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

H Αριστερά απέναντι στο μνημόνιο



Αυτό το ηλεκτρονικό μήνυμα προστατεύεται από spam bots, θα πρέπει να έχετε ενεργοποιημένη τη Javascript για να το δείτε
Του Μήτσου Γκορίτσα
dgoritsas@dea.org.gr



Ζούμε σε μια περίοδο που μοιάζει με κινούμενη άμμο, σε μια εποχή όπου η δυσαρέσκεια και η οργή των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων κλιμακώνεται με ραγδαίους ρυθμούς και όπου μια ογκούμενη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης βρίσκεται σε εξέλιξη. 

Το αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών ανέδειξε με αδιαμφισβήτητο τρόπο τη ραγδαία αλλαγή της πολιτικής κατάστασης που συμβαίνει στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο, κάτω από την επίδραση της ογκούμενης οικονομικής κρίσης και της εφαρμοζόμενης πολιτικής του μνημονίου από την κυβέρνηση και συνολικότερα την άρχουσα τάξη. Τα κόμματα (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ) που άμεσα ή έμμεσα υποστηρίζουν την πολιτική του μνημονίου και γενικότερα την ...
επίθεση του κεφαλαίου, απώλεσαν περίπου 1,9 εκατομμύρια ψήφους σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν μόλις πριν ένα χρόνο.
 
Από την άλλη, τόσο οι συνολικοί ψήφοι της Αριστεράς (γύρω στο 1 εκατομμύριο –χωρίς να περιλαμβάνονται οι ψήφοι της Δημοκρατικής Αριστεράς του Κουβέλη, που λειτουργεί συμπληρωματικά προς την κυβέρνηση) όσο και τα αυξημένα ποσοστά της είναι από τα καλύτερα αποτελέσματα από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
Αρκεί αυτό για πανηγυρισμούς και για να μιλήσουμε για αριστερή στροφή; Η απάντηση είναι όχι. Γιατί τα όποια κέρδη της Αριστεράς δεν μπορούν να συγκριθούν απλά με το παρελθόν, αλλά με τις τεράστιες ανακατατάξεις που προκαλεί η συγκυρία και πρώτα και κύρια με την τεράστια κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που αναφέραμε προηγουμένως. Όταν η «τριπλή συνεννόηση» ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ έχει απώλεια σχεδόν 2 εκατομμύρια ψήφους και η Αριστερά κερδίζει αθροιστικά όχι περισσότερους από 100.000 ψήφους, τότε σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για αριστερή νίκη.
 
Επίσης, πέρα από το εκλογικό αποτέλεσμα, μεγαλύτερη σημασία έχει η «μετάφραση» των εκλογικών ποσοστών της Αριστεράς σε πολιτική δύναμη ανατροπής και σε στήριξη μαζικών αγώνων. Στις έκτακτες συνθήκες που επιβάλλει η πολιτική του μνημονίου και με δεδομένα τα εμπόδια που βάζουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι η αντίδραση του κόσμου δεν είναι ενιαία ούτε οδηγεί αυτόματα σε κοινωνικό ξεσηκωμό. Όμως ταυτόχρονα, πλατιές μάζες δείχνουν αυθόρμητα διαθέσεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την κλιμάκωση του αγώνα για την ανατροπή του μνημονίου. Αυτό φάνηκε και στις μαζικές απεργίες της 5ης Μάη, αλλά και της 15ης Δεκέμβρη και εξακολουθεί να φαίνεται με την ακούραστη επιμονή των εργαζομένων στις συγκοινωνίες να συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις για πάνω από ένα μήνα, καθώς και με το δυνάμωμα κινημάτων όπως το «Δεν πληρώνω» στα διόδια, στα εισιτήρια κ.λπ.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα των τελευταίων μηνών, η πραγματικότητα είναι ότι η Αριστερά δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για να στρέψει την οργή σε μαζικό κίνημα. Ούτε μια σοβαρή πρωτοβουλία, πέρα από τις κινητοποιήσεις της ΓΣΕΕ, μπόρεσε να οργανώσει, ούτε ένα δίκτυο από τα κάτω (όπως θα μπορούσαν να γίνουν οι επιτροπές αγώνα ενάντια στο μνημόνιο) θέλησε ή κατάφερε να χτίσει.

Ακόμα και η αυξημένη εκλογική δύναμη της Αριστεράς αποτελεί πιο πολύ έκφραση διαμαρτυρίας, παρά στοιχειοθετεί μια πολιτική δύναμη ικανή να αντιπαρατεθεί σαν αντίπαλο δέος στο σύστημα και στην κυρίαρχη πολιτική. Η πολιτική του «μονόδρομου», παρά την αυξανόμενη λαϊκή αγανάκτηση, δεν έχει ηττηθεί μέσα στις μάζες και αυτή είναι η δυσάρεστη πραγματικότητα. Το διλήμματα της κυβέρνησης (άρνηση του μνημονίου=χρεωκοπία, καταψήφιση της κυβέρνησης=εκλογές και χάος), καθώς και η αίσθηση αδυναμίας των αγώνων να ανατρέψουν αυτή την πολιτική, πιάνουν ακόμα τόπο και πολύς κόσμος του ΠΑΣΟΚ προτίμησε να απέχει παρά να καταψηφίσει τους υποψήφιους του ΠΑΣΟΚ στις περιφερειακές εκλογές.

Οι αιτίες της αδυναμίας της Αριστεράς
Μια βασική αιτία για την αδυναμία της Αριστεράς να λειτουργήσει σαν αντίπαλο δέος στην κυρίαρχη πολιτική είναι το τεράστιο και διαρκές πρόβλημα της πολυδιάσπασής της. Όμως αυτή είναι η μισή εξήγηση που παραβλέπει το γεγονός ότι το μνημόνιο θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για ενίσχυση της κοινής δράσης της Αριστεράς στον αγώνα για την ανατροπή του. Αν η πολυδιάσπαση ήταν το μόνο πρόβλημα, τότε δεν θα εμφανιζόταν το παράδοξο να ενισχύονται (έστω και λίγο) στις περιφερειακές εκλογές οι δυνάμεις που αρνούνται κάθε κοινή δράση (ΚΚΕ που πήρε 70.000 ψήφους επιπλέον), είτε δυνάμεις που περιορίζουν την κοινή δράση στα στενά όρια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ με επίσης αύξηση 70.000 ψήφους και τετραπλασιασμό της εκλογικής της δύναμης).

Δεν θα εμφανιζόταν επίσης το ακόμα πιο παράδοξο, τα διαφορετικά ψηφοδέλτια με προέλευση τον ΣΥΡΙΖΑ στις περιφερειακές να παίρνουν αθροιστικά περισσότερους ψήφους από όσους πήρε ο ενιαίος ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες βουλευτικές. Για παράδειγμα, στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάρει στην περιφέρεια Αττικής περίπου 133.000 ψήφους, ενώ στις περιφερειακές τα ψηφοδέλτια Μητρόπουλου -Ψαριανού -Αλαβάνου συγκέντρωσαν αθροιστικά πάνω από 174.000 ψήφους. Στην περιφέρεια Στερεάς, ο ενιαίος ΣΥΡΙΖΑ είχε πάρει 14.000 ψήφους στις βουλευτικές, ενώ στις περιφερειακές τα ψηφοδέλτια Στούπη (ΣΥΝ) και Σπανούδη (υπόλοιπος ΣΥΡΙΖΑ) συγκέντρωσαν αθροιστικά 23.000 ψήφους (12.000 και 11.000 αντίστοιχα) και εξέλεξαν και τα δύο περιφερειακό σύμβουλο.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η πολυδιάσπαση δεν είναι καθόλου ανεξάρτητη από τις πολιτικές που κυριαρχούν μέσα στην Αριστερά. Στη σημερινή συγκυρία ειδικά είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εναγώνια αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών απέναντι στο μνημόνιο, με άλλα λόγια με την ανυπαρξία πειστικού και ηγεμονικού εναλλακτικού σχεδίου απέναντι στην πολιτική της άρχουσας τάξης.

Το ΚΚΕ, και δευτερευόντως ο ΣΥΝ, έχουν τον αναγκαίο όγκο για να φτάσει η πολιτική τους στις πλατιές μάζες που αποστασιοποιούνται μαζικά, ειδικά από το ΠΑΣΟΚ. Αν έστω και ένα από τα κόμματα αυτά είχαν μια πολιτική που θα λειτουργούσε απειλητικά για το σύστημα και θα πρόβαλλε μια εναλλακτική διέξοδο από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων, τότε θα λειτουργούσε ως πόλος έλξης και θα συσπειρώνονταν γύρω του τόσο οι ανένταχτοι όσο και οι περισσότερες οργανωμένες δυνάμεις (θέλοντας και μη). Δεν καταφέρνουν όμως να συγκινήσουν αυτές τις πλατιές μάζες και ο λόγος πρέπει να αναζητηθεί σε αιτίες πέρα από την πολυδιάσπαση: στο γεγονός ότι η πολιτική τους δεν απαντάει στην κρίση.

Το μεν ΚΚΕ ακολουθεί συντηρητική και διασπαστική πολιτική στο επίπεδο των αγώνων, περιορίζοντάς τους σε συμβολικό επίπεδο, και το μήνυμα που στέλνει στον κόσμο είναι ότι άμεσα δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν διεκδικεί ουσιαστικά τίποτα άμεσα επικίνδυνο για το σύστημα: ούτε πτώση της κυβέρνησης, ούτε άρνηση του χρέους, ούτε κρατικοποιήσεις, ούτε κανένα άλλο αίτημα που να βάζει πίεση στην ακολουθούμενη πολιτική της αστικής τάξης και της ΕΕ εδώ και τώρα.
Το ΚΚΕ, αρνούμενο να πάρει θέση στα διλήμματα που βάζει η κυβέρνηση άμεσα και παραπέμποντας όλες τις απαντήσεις στην εκλογική του ενίσχυση, ώστε κάποτε στο απροσδιόριστο μέλλον να χτίσει μια επίσης απροσδιόριστη «λαϊκή εξουσία», αδυνατεί να επικοινωνήσει και να τραβήξει με το μέρος του τις τεράστιες μάζες που αποστασιοποιούνται από τα κόμματα του δικομματισμού και κυρίως από το ΠΑΣΟΚ.

Παρά τη μεγάλη οργανωτική του δύναμη, μέσα στη μεγαλύτερη κρίση του «δικομματισμού» μεταπολιτευτικά,  δεν κατάφερε να αναδείξει καμιά σοβαρή διεισδυτικότητα σε ευρύτερες μάζες στην κοινωνία και να αναπτύξει μια δυναμική συσπείρωσης γύρω του. Στην πραγματικότητα, το ΚΚΕ αποτελεί το πιο απομονωμένο κόμμα όχι μόνο από τις ηγεσίες, αλλά και από τη βάση όλων των υπόλοιπων δυνάμεων της Αριστεράς, αλλά και τον απλό κόσμο του ΠΑΣΟΚ. Ακριβώς γι’ αυτό και παρά τη φαινομενικά σημαντική συνδικαλιστική δύναμη του ΠΑΜΕ, το ΚΚΕ έχει αποτύχει πλήρως να στηρίξει απεργίες και εργατικούς αγώνες ανεξάρτητα από τις απεργίες της ΓΣΕΕ. Το μόνο που καταφέρνει είναι να εισπράττει  μια ψήφο ιδεολογικής διαμαρτυρίας, χωρίς όμως απειλητικές συνέπειες για την τρέχουσα πολιτική του συστήματος.

Από την άλλη ο ΣΥΝ, ναι μεν αναφέρεται στο παρόν και όχι στο απροσδιόριστο μέλλον, ακολουθεί όμως μια όλο και πιο «μετριοπαθή» και μια τελείως αναποτελεσματική πολιτική. Από τις πρώτες μέρες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ άρχισε να μιλάει για «προγραμματική αντιπολίτευση» και για δήθεν «ρεαλιστικές» αντιπροτάσεις. Τη στιγμή της μεγαλύτερης κρίσης του συστήματος και της μεγαλύτερης επίθεσης στα λαϊκά στρώματα που υλοποιούν από κοινού κυβέρνηση-ΕΕ-ΔΝΤ, η ηγεσία του ΣΥΝ επέλεξε τη στροφή στο παρελθόν, στις χρεοκοπημένες πολιτικές της κεντροαριστεράς και του λεγόμενου «ευρωπαϊσμού», σε μια πολιτική δηλαδή που κατατείνει όχι στη σύγκρουση και την ανατροπή, αλλά στη διόρθωση της πολιτικής της κυβέρνησης και της ΕΕ.

Αποκορύφωμα αυτής της δεξιάς στροφής ήταν η επιλογή της υποψηφιότητας Μητρόπουλου, σε συνεργασία με τους υποτιθέμενους «συνεπείς» ΠΑΣΟΚογενείς που διαφωνούν με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του μνημονίου. Ήταν μια επιλογή που ουσιαστικά ταύτιζε, στα μάτια της κοινωνίας, την Αριστερά με μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική σε μια –υποτίθεται– πιο «συνεπή» εκδοχή. Η πολιτική αυτή εκτός από δεξιά είναι και ουτοπική. Δεν μπορεί να τραβήξει κόσμο από τη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ και στην πραγματικότητα υποτιμάει όλον αυτό τον κόσμο.

Οι πλατιές μάζες των εργαζομένων καταλαβαίνουν μια χαρά ότι ζούμε σε μια ακραία περίοδο. Δεν χρειάζονται κόλπα και «ήπιες» πολιτικές για να μην «τρομάξουν» τάχα από την Αριστερά. Αυτό που χρειάζονται είναι πραγματικές απαντήσεις. Φυσιολογικά, συνεπώς, δεν μπορούν να πειστούν από την Αριστερά, όταν αυτή προβάλλει σαν λύση την επιστροφή σε μια πολιτική του προεκλογικού δήθεν «φιλολαϊκού» ΠΑΣΟΚ.

Η προσέγγιση του κόσμου του ΠΑΣΟΚ με μικρά, δήθεν «ρεαλιστικά» και όχι «ακραία» βηματάκια που ακολουθεί τελευταία η ηγεσία του ΣΥΝ, δοκιμάστηκε συστηματικά τα τελευταία χρόνια από την ανανεωτική πτέρυγα του Κουβέλη και το αποτέλεσμα ήταν η μετατόπιση αριστερού κόσμου προς το ΠΑΣΟΚ και όχι κόσμου του ΠΑΣΟΚ προς την Αριστερά. Αντίθετα, η υποτιθέμενη «ακραία» αντιπολίτευση που ασκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2007-2008 και είχε ξεσηκώσει τη μήνη των αστικών δυνάμεων και των ΜΜΕ, όχι μόνο δεν «τρόμαξε» τον κόσμο, αλλά αντίθετα ήταν η πιο δυναμική περίοδος του ΣΥΡΙΖΑ με μεγάλη «διεισδυτικότητα» στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, στη νεολαία, σε ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις.

Ανακεφαλαιώνοντας, η πολυδιάσπαση δεν είναι ανεξάρτητο πρόβλημα από την πολιτική ανεπάρκεια της Αριστεράς να προβάλει μια εναλλακτική πολιτική απέναντι στην κρίση. Αντίθετα έχουμε να αντιμετωπίσουμε δύο αλληλοτροφοδοτούμενα προβλήματα που υπονομεύουν τη δυναμική της Αριστεράς, αλλά και την ικανότητα του κινήματος να αντισταθεί και ακόμα περισσότερο να ανατρέψει την επίθεση του κεφαλαίου.

Η διαπίστωση αυτή του προβλήματος είναι απαραίτητη, γιατί υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε από τα μάτια μας τη μεγάλη εικόνα –δηλαδή την αδυναμία συνολικά της Αριστεράς να προβάλει σαν αντίπαλο δέος στην αστική πολιτική– και να επικεντρωθούμε στον εσωαριστερό ανταγωνισμό και στα μικρά κέρδη και ζημιές που καταγράφει η κάθε πολιτική δύναμη. Μια τέτοια λογική, αν επικρατήσει, θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα στη μοιρολατρία ότι δεν μπορούμε να «πάμε για τα πολλά», δεν μπορούμε να τραβήξουμε τον κόσμο από την επιρροή του δικομματισμού ή την απάθεια, δεν μπορούμε να ανατρέψουμε το μνημόνιο, και τελικά θα οδηγήσει στην αποδοχή ότι η Αριστερά δεν μπορεί να αποτελέσει τίποτα περισσότερο από απλή δύναμη διαμαρτυρίας.

Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφική εξέλιξη για την εργατική τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα που καλούνται τώρα και όχι αύριο να υπερασπίσουν τη ζωή τους απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου. Θα ήταν  ταυτόχρονα διπλά καταστροφικό όχι μόνο για την άμεση, αλλά και για τη μακροπρόθεσμη αξιοπιστία της Αριστεράς.
«Τα χρόνια και οι καιροί» που η Αριστερά υποσχόταν ότι θα δικαιωθεί η πολιτική της απέναντι στα αδιέξοδα του συστήματος έχουν ήδη έρθει. Η ιστορία και η ζωή πιέζουν, χωρίς να κοιτάνε τα εσωτερικά προβλήματα της Αριστεράς. Αν η Αριστερά δεν μπορεί να σταθεί στα «δύσκολα», αν δεν μπορεί στη σημερινή ακραία συγκυρία να αναδειχτεί σε «λαϊκό ηγέτη», τότε θα καταστεί στα μάτια των μαζών μια άχρηστη πολιτική δύναμη (και αυτή η ρετσινιά, τουλάχιστον κοντοπρόθεσμα, θα επιπέσει επί δικαίων και αδίκων).

Και το κενό αυτό δεν θα μείνει ανεκμετάλλευτο από δυνάμεις όπως η ακροδεξιά που, ενώ στηρίζουν το σύστημα ολοκληρωτικά, ταυτόχρονα επιχειρούν να προσφέρουν ένα ρατσιστικό και αντικοινωνικό ψευτοριζοσπαστισμό σαν διέξοδο στην οργή των μαζών. Το παράδειγμα της ρατσιστικής υστερίας, που ξέσπασε με αφορμή την απεργία πείνας των μεταναστών στη Νομική, δείχνει ξεκάθαρα ότι αν η Αριστερά δεν μπορέσει να σταθεί σαν αντίπαλο δέος στο κεντρικό πολιτικό διακύβευμα, δηλαδή στην πάλη για την ανατροπή του μνημονίου, τότε δεν θα μπορέσει να στηρίξει αποτελεσματικά και τις «επιμέρους» μάχες. Δεν αρκεί το «αρνητικό» επιχείρημα ότι η ταξική διάσπαση σε ντόπιους και μετανάστες βλάπτει. Για να δοθεί νικηφόρα η μάχη ενάντια στο ρατσισμό, είναι αναγκαίο οι μάζες να δουν από την πείρα τους ότι η ταξική ενότητα ντόπιων και μεταναστών εργαζομένων είναι προς το συμφέρον τους και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την κλιμάκωση του αγώνα ενάντια στα μέτρα του μνημονίου. Με άλλα λόγια, παραφράζοντας τον Τρότσκι, είναι απαραίτητη η «επαναστατική ελπίδα» για να μπορέσουμε να νικήσουμε τις δυνάμεις της «αντεπαναστατικής απελπισίας».

Για ένα σύγχρονο μέτωπο κοινής δράσης της Αριστεράς
Δεν έχει περάσει και πάρα πολύς καιρός από τότε που η Αριστερά στεκόταν πράγματι σαν αντίπαλο δέος στο σύστημα. Κι αυτό δεν το κατάφερε ούτε η απομονωτική και διασπαστική πολιτική του ΚΚΕ, ούτε μέτωπα περιορισμένα στο στενό χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το κατάφερε, έστω προσωρινά, ένα πλατύ αριστερό μέτωπο και αυτό ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ήταν η εποχή των νεολαιίστικων αγώνων και του άρθρου 16, ήταν η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αναδειχτεί σε βασική αντιπολιτευτική δύναμη απέναντι στην τότε κυβέρνηση της ΝΔ και ανέπτυσσε μεγάλη διεισδυτικότητα στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ και τη νεολαία. Αυτό δεν συνέβη κατά τύχη. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τότε δυναμική, γιατί η αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό, τον πόλεμο, το ρατσισμό και την κεντροαριστερά αποτελούσε ένα επαρκές μίνιμουμ πολιτικό πλαίσιο κοινής δράσης απέναντι στις πολιτικές του συστήματος.

Ο ερχομός της οικονομικής κρίσης και της όξυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων (μετά το Δεκέμβρη του 2008) σήμαινε ότι ο πήχης των απαιτήσεων για την Αριστερά ανέβηκε. Αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις με μια νέα πολιτική συμφωνία και μια δημοκρατική οργανωτική ανασυγκρότηση επαρκή για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης, άρχισε, με ευθύνη της ηγεσίας του ΣΥΝ, να διολισθαίνει σε πολιτικές που θύμιζαν τον παλιό ΣΥΝ του Κωνσταντόπουλου. Αυτή είναι η βασική αιτία πίσω από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και αυτό οφείλουμε να διορθώσουμε σήμερα.

Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν τελικά ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ αποδειχτεί μη βιώσιμος, αυτό που χρειαζόμαστε, για να δώσουμε τη μάχη εδώ και τώρα ενάντια στην πολιτική του μνημονίου, είναι ένας νέος ΣΥΡΙΖΑ, ένα νέο μέτωπο κοινής δράσης της Αριστεράς που θα είναι εξοπλισμένο με ένα πολιτικό πρόγραμμα επαρκές για τις σύγχρονες συνθήκες και που ταυτόχρονα θα έχει πάρει μαθήματα από τις θετικές και αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος.

Ένα τέτοιο πρόγραμμα πολιτικού επανεξοπλισμού της Αριστεράς πρέπει να δίνει ένα σαφές στίγμα στο πλευρό των εργαζομένων και εναντίον της πολιτικής του συστήματος. Αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί όχι με γενικολογίες για το χαρακτήρα του μετώπου (αντινεοφιλελεύθερο ή αντικαπιταλιστικό κ.λπ.), αλλά με μια πολιτική συμφωνία πάνω σε συγκεκριμένα σημεία που να απαντούν στις απαιτήσεις της συγκυρίας και να δυναμώνουν έτσι την κοινή δράση των εργαζομένων και των άλλων κινημάτων για τη σύγκρουση με την επίθεση του κεφαλαίου και της κυβέρνησης.

Αντίθετα μόνο ζημιά μπορεί να κάνει η προσπάθεια γενικών ιδεολογικών συγκλίσεων και η διατύπωση μάξιμουμ πολιτικών προγραμμάτων για δύο λόγους. Πρώτο,γιατί μια τέτοια προσπάθεια είναι ουτοπική με βάση την ετερογένεια της Αριστεράς και, αν και όταν καταλήγει κάπου, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι μια πολιτική «σούπα» (όπως δείχνει και η εμπειρία του «προγράμματος» του ΣΥΡΙΖΑ, που αποδείχτηκε εντελώς ανεπαρκές στην περίοδο της κρίσης). Και δεύτερο, και κυριότερο, γιατί αναιρεί την πλατύτητα και τη δυναμική ενός αριστερού μετώπου να εντάξει στις γραμμές του όλο και ευρύτερες μάζες ανθρώπων, που θέλουν να παλέψουν εδώ και τώρα ενάντια στις επιθέσεις του συστήματος ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους διαφορές. Ένα «στενό» ιδεολογικά μέτωπο, όπως δείχνει και η εμπειρία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μπορεί να έχει επιτυχίες μόνο στο εσωαριστερό πεδίο και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αναδειχτεί σε «λαϊκό ηγέτη» και να οδηγήσει πλατιές μάζες στη σύγκρουση με την αστική πολιτική.

 
Η πολιτική συμφωνία ενός μετώπου δεν μπορεί συνεπώς να στηρίζεται στην ιδεολογική ενότητα, δεν μπορεί να έχει συνολικό και στρατηγικό χαρακτήρα είτε σε μεταρρυθμιστική κατεύθυνση, που αφήνει απέξω τη ριζοσπαστική πτέρυγα της Αριστεράς, είτε σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, που αφήνει έξω από την κοινή δράση την πλειοψηφία του κόσμου που αγωνίζεται. Η πολιτική συμφωνία ενός μετώπου αναγκαστικά έχει μίνιμουμ και συγκυριακό χαρακτήρα με βάση τις απαιτήσεις της περιόδου, ώστε να επιτρέπει και την κοινή δράση ευρύτερων δυνάμεων άμεσα και να αφήνει ελεύθερο το έδαφος για την αναγκαία μάχη της γενικότερης πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας μέσα στην Αριστερά. Οι ιδεολογικές και γενικότερες πολιτικές επεξεργασίες και συμφωνίες είναι δουλειά των κομμάτων και των οργανώσεων να τις προωθήσουν και την υποχρέωση αυτή των οργανώσεων δεν μπορεί να την υποκαταστήσει κανένα μέτωπο.

Είναι συνεπώς τελείως εκτός τόπου και χρόνου η όψιμη «ανακάλυψη» της ηγεσίας του ΣΥΝ ότι μέσα σε ένα μέτωπο κοινής δράσης της Αριστεράς «δεν μπορούν να υπάρχουν ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια», με άλλα λόγια ότι προϋπόθεση συμμετοχής του ΣΥΝ σε ένα μέτωπο κοινής δράσης είναι να αποδεχτούν όλοι οι άλλοι το δικό του πολιτικό σχέδιο.

Καταρχήν είναι υποκριτικό να εμφανίζεται η ηγεσία του ΣΥΝ εχθρική σε «ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια», όταν για χρόνια είχε στάση ανοχής στο εσωτερικό του κόμματός της –και εξακολουθεί να επιδιώκει γέφυρες ακόμα και μετά τη διάσπαση– με το ανταγωνιστικό και υπονομευτικό για τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό σχέδιο της ομάδας Κουβέλη. Επίσης, η επιδίωξη της ηγεσίας του ΣΥΝ για δημιουργία μετώπου με τους «Πασοκογενείς» και τους Οικολόγους Πράσινους θα αποτελούσε, αν πραγματοποιείτο, συνύπαρξη με ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια. Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει ενόχληση από δεξιά πολιτικά σχέδια, προφανώς γιατί εμφανίζουν τον ΣΥΝ πιο «ευυπόληπτο» στο σύστημα. Αντίθετα, η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΝ ενοχλείται από πολιτικά σχέδια που δίνουν ριζοσπαστική και αριστερή ταυτότητα στον ΣΥΡΙΖΑ και χαράζουν μια κατεύθυνση αντιπαράθεσης με το σύστημα και αυτό άρχισε να γίνεται φανερό από την εποχή της εξέγερσης της νεολαίας το Δεκέμβρη του 2008.

Γενικότερα μιλώντας, αν δεν υπήρχαν «ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια», τότε δεν θα υπήρχε ούτε η ανάγκη ενός πολιτικού μετώπου της Αριστεράς, δεν θα υπήρχε η ανάγκη για κοινή δράση ετερογενών δυνάμεων. Θα μπορούσε να ενωθεί με ένα μαγικό τρόπο όλη η Αριστερά σε ένα κόμμα, ακολουθώντας το πολιτικό σχέδιο της μεγαλύτερης δύναμης (του ΚΚΕ στην περίπτωση της Ελλάδας) και όλα τα προβλήματα θα λύνονταν αυτόματα.

Προφανώς αυτά είναι ρητορικά επιχειρήματα και προφανώς η ηγεσία του ΣΥΝ δεν θα συμφωνούσε σε κάτι τέτοιο. Επιδιώκει όμως κάτι άλλο που, αν υλοποιηθεί, θα ανατρέψει τη λογική συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν να λειτουργήσει σαν καταλύτης για την κοινή δράση όλης της Αριστεράς (ή σχεδόν όλης) και να την αναδείξει σε αντίπαλο δέος στο σύστημα. Αντί γι’ αυτό, η νέα κατεύθυνση που χαράζει η ηγεσία του ΣΥΝ, οδηγεί σε μια «μετωπική» λογική τύπου ΠΑΜΕ, σε μια λογική δηλαδή μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα σχήμα «ΣΥΝ και συνεργαζόμενοι». Κάτι τέτοιο προφανώς δεν οδηγεί στη συγκρότηση της Αριστεράς ως αντίπαλου δέους στην αστική πολιτική και γι’ αυτό ακριβώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει ούτε στενά κομματικά συσπειρωτικά.

Ένα μέτωπο εμπεριέχει εξορισμού την ύπαρξη της ετερογένειας στο εσωτερικό του. Είναι προφανές φυσικά, κι αυτό φάνηκε και από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και τη δεξιά αναδίπλωση του ΣΥΝ, ότι η συνύπαρξη διαφορετικών ιδεολογικών και πολιτικών σχεδίων κάνει αβέβαιη την οποιαδήποτε προοπτική μακράς πνοής σε ένα μέτωπο και μπορεί να οδηγήσει σε αποκλίνοντες δρόμους, όταν εμφανιστούν νέα δεδομένα από μια σημαντική στροφή της συγκυρίας. Διάφορες οργανώσεις και πολλοί ανένταχτοι, τόσο στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θεωρούν σαν αιτία τέτοιων προβλημάτων τον «εγωισμό» των οργανώσεων και το «αίσθημα αυτοσυντήρησης των μηχανισμών» και προκρίνουν τη δημοκρατία σαν φάρμακο.

Όμως, η δημοκρατική λειτουργία σε ένα μέτωπο δεν μπορεί να λύσει τις διαφορές με τον ίδιο τρόπο όπως σε ένα κόμμα ιδεολογικής ενότητας. Καμιά ψηφοφορία δεν μπορεί να πείσει τους μεταρρυθμιστές να γίνουν επαναστάτες (και αντίστροφα), τους διεθνιστές να γίνουν πατριώτες (και αντίστροφα), τους τροτσκιστές να γίνουν σταλινικοί (και αντίστροφα) και ο κατάλογος τέτοιων ασυμβίβαστων διαφορών είναι μακρύς.

Η δημοκρατική λειτουργία σε ένα μέτωπο μπορεί να αποφασίζει την πολιτική του εκπροσώπηση και μόνο, δηλαδή την πλειοψηφούσα και επίσημη κάθε φορά θέση του μετώπου. Αλλά δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση μια τέτοια δημοκρατική λειτουργία να εμπεριέχει την υποταγή της μειοψηφίας στην απόφαση της πλειοψηφίας. Χωρίς να εκπροσωπεί την επίσημη θέση του μετώπου, η μειοψηφία (είτε μεμονωμένη οργάνωση, είτε μέτωπο οργανώσεων, ανένταχτοι κ.λπ.) πρέπει να έχει πλήρη ελευθερία, αν έχει σοβαρή διαφωνία, να αναπτύξει δημόσια στο κίνημα την πολιτική που αυτή θεωρεί σωστή, να διεκδικεί επιρροή γι’ αυτή την πολιτική, καθώς και την αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό του μετώπου στο μέλλον.

Επιπλέον, η δημοκρατία δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε την πολιτική επάρκεια ενός μετώπου. Αν, για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υιοθετήσει με τυπικά απόλυτα δημοκρατικό τρόπο (ένα μέλος-μια ψήφος και πλειοψηφία άνω του 50%) την άποψη του ΣΥΝ για το ευρωομόλογο (δηλαδή στην ουσία την άποψη ότι το χρέος οφείλει να πληρωθεί απλώς με χαμηλότερα επιτόκια), τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν και πάλι εντελώς ανεπαρκής στη μάχη κατά του μνημονίου και η κρίση του θα ήταν ίδια και μεγαλύτερη με αυτή που υπάρχει σήμερα.

Η πολιτική συμφωνία και συνεπώς η πολιτική επάρκεια ενός μετώπου είναι μια συνεχής μάχη που κρίνεται ξανά και ξανά και ο καθοριστικός παράγοντας για την πολιτική του κατεύθυνση είναι ο συσχετισμός απόψεων και οργανωμένων δυνάμεων που υπάρχει κάθε φορά (η γενικευμένη εχθρότητα με τα κόμματα και τις οργανώσεις το μόνο που διευκολύνει είναι τη διατήρηση του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων).

Η δημοκρατία είναι απαραίτητη και η έλλειψή της έκανε κακό στον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά δεν είναι πανάκεια και η χρησιμότητά της δεν είναι να «ελέγξει» την πολιτική αντιπαράθεση, αλλά να τη διευκολύνει να κινηθεί σε σωστή κατεύθυνση, με την ενεργοποίηση στη λήψη των αποφάσεων και τελικά στην αλλαγή των συσχετισμών της μεγάλης μάζας των αγωνιστών, οι οποίοι για διάφορους λόγους παραμένουν ανένταχτοι ή έχουν χαλαρή σχέση με τα κόμματά τους.

Το αναγκαίο πρόγραμμα πάλης σήμερα
Το κρίσιμο ζήτημα σήμερα είναι το ξεκαθάρισμα ενός πολιτικού προγράμματος με βάση τις σύγχρονες απαιτήσεις, που θα μπορέσει να δώσει ξανά πνοή στην κοινή δράση της Αριστεράς, είτε μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ είτε από ένα νέο μέτωπο. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές εξηγήσεις, αλλά και προτάσεις μέσα στην Αριστερά για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αυτό δεν αναιρεί τη δυνατότητα να υπάρξει ένα μίνιμουμ, αλλά και επαρκές πρόγραμμα διεκδικήσεων, ώστε να μπορεί να στηριχτεί ένα μέτωπο κοινής δράσης της Αριστεράς σήμερα, παρά τις υπαρκτές διαφορές.

Η συγκυρία σήμερα χαρακτηρίζεται από την κρίση του καπιταλισμού διεθνώς και από την επίθεση του κεφαλαίου με πρωτοφανή αγριότητα σε σύγκριση με τις τελευταίες δεκαετίες. Σε πάρα πολλές χώρες διεθνώς, το ζήτημα του χρέους έχει αναχθεί σαν το κύριο πρόβλημα και σαν την κύρια αιτία συνεχών επιθέσεων στις κοινωνικές κατακτήσεις. H πάλη για να μην πληρώσουν οι εργαζόμενοι την κρίση έχει συνεπώς σαν πρώτη και αναγκαία συνθήκη μια ταξική απάντηση στο ζήτημα του χρέους.
Απέναντι στα προγράμματα λιτότητας η Αριστερά οφείλει να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση: είτε οι εργαζόμενοι δεν οφείλουν να πληρώσουν το χρέος, οπότε πρέπει και μπορούμε να παλέψουμε για την ανατροπή των αντιλαϊκών μέτρων, είτε πρέπει να συνεχίσουμε να πληρώνουμε το χρέος, οπότε το πολύ που μπορούμε να διεκδικήσουμε είναι μικροδιορθώσεις στα μέτρα λιτότητας. Το ερώτημα αυτό μπαίνει ακόμα πιο πιεστικά σε χώρες σαν την Ελλάδα και την Ιρλανδία (και μελλοντικά και σε άλλες) που έχουν υπογράψει δεσμευτικές συμβάσεις (μνημόνια) για τη συνέχιση του δανεισμού τους, ώστε να πληρώνουν με τα καινούρια δάνεια τα παλιότερα.

Το μνημόνιο με την τρόικα ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ, που έχει υπογράψει η ελληνική κυβέρνηση, προβλέπει τα απάνθρωπα μέτρα λιτότητας που ξέρουμε όλοι και ταυτόχρονα το δανεισμό της Ελλάδας με 110 δισ. ευρώ (και ακόμα περισσότερα στο μέλλον). Το δίλημμα της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης είναι σαφές: «Αν δεν θέλετε το μνημόνιο, πρέπει να βρείτε τα δισ. ευρώ για τη συνέχιση της εξυπηρέτησης του χρέους».

Σε αυτό το δίλημμα η Αριστερά δεν μπορεί να κρύβει το κεφάλι της στην άμμο. Αν θέλει στα σοβαρά να προβάλει μια εναλλακτική πολιτική και να παλέψει για την ανατροπή του μνημονίου, δεν έχει άλλο δρόμο από το να πει ότι δεν χρειαζόμαστε τα καινούρια δάνεια για να πληρώνουμε τα παλιά, ότι δεν έχουμε ανάγκη τους δανειστές του κράτους και δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε σε κανένα μνημόνιο μαζί τους, ότι πρέπει να σταματήσουμε κάθε πληρωμή του δημόσιου χρέους εδώ και τώρα. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε την ανατροπή του μνημονίου, αν δεν διεκδικήσουμε ταυτόχρονα την άμεση και μονομερή παύση πληρωμών και το «πάγωμα» του χρέους.
Αυτή είναι μια στοιχειώδης διεκδίκηση που οφείλει να έχει ένα μέτωπο κοινής δράσης της Αριστεράς, όποιες και αν είναι οι διαφορές τόσο για την εκτίμηση των αιτιών του χρέους, όσο και για το πώς θα προχωρήσουμε μετά (επαναδιαπραγμάτευση ή διαγραφή κ.λπ.). Αυτές οι διαφορές μπορούν να συζητούνται παράλληλα, αλλά δεν αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για μια μετωπική δράση της Αριστεράς.

Αυτονόητο είναι ότι, παράλληλα με το πάγωμα του χρέους, πρέπει να διεκδικήσουμε την αναδιανομή του πλούτου και την αντιστροφή των αιτιών που δημιουργούν νέα ελλείμματα και χρέη, δηλαδή να σταματήσουν οι φοροαπαλλαγές και οι επιδοτήσεις προς τους καπιταλιστές και να φορολογηθεί βαριά το κεφάλαιο.
Το μνημόνιο αποτελεί την τελευταία αντιδραστική σύμβαση που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με την ΕΕ. Όμως δεν είναι η μόνη. Η συντριπτική πλειοψηφία των συνθηκών της ΕΕ (από το Μάαστριχτ μέχρι τη Λισαβόνα και πολλές άλλες) υπερασπίζονται τα συμφερόντων του κεφαλαίου και χτυπούν τα δικαιώματα των εργαζομένων. Η μη αναγνώριση αυτών των συνθηκών από την Αριστερά και η πάλη για την απειθαρχία σε αυτές, με προοπτική την κατάργησή τους, είναι επίσης μια μίνιμουμ, αλλά βασική προϋπόθεση για την κοινή δράση της Αριστεράς σήμερα.

Ένα επόμενο κεντρικό ζήτημα είναι η προστασία των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων γενικότερα από τις συνέπειες της κρίσης, είναι η προσπάθεια να συγκεκριμενοποιήσουμε σήμερα το παλιό σύνθημα «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη». Και αυτό πέρα από τους επιμέρους αγώνες που οφείλει η Αριστερά να υποστηρίζει, σημαίνει ότι οφείλει ταυτόχρονα να προβάλλει ένα κεντρικό αίτημα που να περιορίζει το κριτήριο του κέρδους και το «διευθυντικό δικαίωμα» των καπιταλιστών πάνω στην οικονομία. Στην περίοδο της ανάπτυξης το κριτήριο του κέρδους είναι επίσης απάνθρωπο, αλλά στην περίοδο της κρίσης γίνεται καταστροφικό. Η επιδίωξη κερδοφορίας, σε τέτοιες συνθήκες, οδηγεί σε κλεισίματα, σε απολύσεις, σε περιορισμό μισθών και εργασιακών δικαιωμάτων, σε άνοδο τιμών σε βασικά αγαθά, σε πάγωμα της πίστωσης και σε ασφυξία της οικονομίας.

Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα είναι οι τράπεζες που, παρά τη γιγάντωσή τους τα προηγούμενα χρόνια και παρά τα τεράστια χαριστικά πακέτα που παίρνουν από τις κυβερνήσεις, εξακολουθούν να τοκογλυφούν πάνω στα χρέη (κρατικά και ιδιωτικά) και ταυτόχρονα να μη διοχετεύουν νέες πιστώσεις, γιατί δεν θέλουν να πάρουν το ρίσκο νέων επισφαλών δανείων.

Συνεπώς η Αριστερά οφείλει να διεκδικήσει από το κράτος όχι μόνο να σταματήσει τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και να προχωρήσει αντίστροφα σε ένα ευρύ πρόγραμμα κρατικοποιήσεων που να ξεκινάει από τις τράπεζες και να επεκτείνεται στην παιδεία, στην υγεία, στις ασφαλιστικές εταιρίες, στις υποδομές (δρόμοι, λιμάνια κ.λπ.), σε όλες τις πρώην ΔΕΚΟ και γενικότερα σε κάθε τομέα της οικονομίας που είναι κρίσιμος για την επιβίωση των εργαζομένων και γενικότερα της κοινωνίας.

Αυτό το πρόγραμμα κρατικοποιήσεων απαιτούμε ταυτόχρονα να γίνει χωρίς καμιά αποζημίωση στους μετόχους, όχι μόνο γιατί έτσι κι αλλιώς οι επιχειρήσεις αυτές έχουν δημιουργηθεί από την εκμετάλλευση του μόχθου των εργαζομένων, αλλά και γιατί είναι ίσως ο βασικότερος τρόπος σε περίοδο κρίσης να κάνεις πραγματική αναδιανομή του πλούτου. Αν στην περίοδο της ανάπτυξης οι εργαζόμενοι μπορούν να διεκδικούν ένα μεγαλύτερο μερίδιο του αυξανόμενου πλούτου, σε περίοδο κρίσης που η «πίτα» συρρικνώνεται, ο βασικός τρόπος αναδιανομής είναι η απαλλοτρίωση του συσσωρευμένου πλούτου των καπιταλιστών από το παρελθόν.

Η διεκδίκηση για ένα ευρύ πρόγραμμα κρατικοποιήσεων δεν είναι κάτι καινοφανές. Και «στα 15 σημεία πάλης» του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβανόταν με έναν πιο αφηρημένο τρόπο και κυβερνήσεις όπως του Τζάβες και του Μοράλες στη Λατινική Αμερική έχουν υποχρεωθεί να προχωρήσουν σε τέτοια μέτρα σαν αναγκαίο όρο υλοποίησης στοιχειώδους φιλολαϊκής πολιτικής. Όμως η εμπειρία δείχνει ότι τόσο τα σύγχρονα όσο και παλιότερα προγράμματα κρατικοποιήσεων δεν μπορούν να λειτουργήσουν αυτομάτως υπέρ των εργαζομένων. Είναι απαραίτητη, λοιπόν, η διεκδίκηση των κρατικοποιήσεων να συνοδεύεται από την ταυτόχρονη διεκδίκηση του εργατικού ελέγχου πάνω στις αποφάσεις των επιχειρήσεων (π.χ. να αποφασίζουν οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ ή στις συγκοινωνίες για την τιμή του ρεύματος και των εισιτηρίων αντίστοιχα).

Το τέταρτο κεντρικό ζήτημα είναι η απάντηση που οφείλει να δώσει η Αριστερά στο θέμα της κυβερνητικής εξουσίας και της γενικότερης προοπτικής εξόδου από την κρίση. Η αναγκαία βάση για την κοινή δράση της Αριστεράς σήμερα είναι η πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης του μνημονίου, καθώς και η αντίθεση σε κάθε κυβερνητική λύση που αποδέχεται το μνημόνιο (ή ακόμα και μια αναθεωρημένη εκδοχή του) ως τετελεσμένο.

Βοηθητική, αλλά όχι απαραίτητη θα ήταν και η διατύπωση μακροπρόθεσμων εναλλακτικών (κυβέρνηση της Αριστεράς, προοπτική του σοσιαλισμού), οι οποίες αναγκαστικά θα έχουν έναν αφηρημένο και μελλοντικό χαρακτήρα και γιατί κάποια έτοιμη εναλλακτική λύση δεν υπάρχει, αλλά και γιατί για τα διάφορα ρεύματα της Αριστεράς το περιεχόμενο τέτοιων στόχων είναι πολύ διαφορετικό (π.χ. κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να σημαίνει για τον ΣΥΝ στην καλύτερη περίπτωση μια κυβέρνηση τύπου Τσάβες, αλλά για την επαναστατική Αριστερά μια σοβιετική κυβέρνηση των εργατικών συμβουλίων).

Ένα πέμπτο ζήτημα είναι η προσπάθεια υλοποίησης των παραπάνω στόχων πάλης στην πράξη. Αυτό σημαίνει την κοινή προσπάθεια της Αριστεράς για συγκρότηση πλατιών επιτροπών αγώνα, που να παλεύουν να κάνουν τους παραπάνω στόχους πλειοψηφικούς μέσα στα συνδικάτα, στους χώρους της νεολαίας και στις γειτονιές, που να δίνουν στήριγμα στους κοινωνικούς αγώνες και να χτίζουν την αλληλεγγύη μεταξύ τους, που να μπορούν να κατεβάζουν όλο και πιο μαζικά τον κόσμο στους δρόμους με τέτοια ριζοσπαστικά αιτήματα και να μπορούν να πάρουν και ανεξάρτητες πρωτοβουλίες για κινητοποιήσεις, κόντρα στις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Χωρίς να διαλυθούν οι υπάρχουσες παρατάξεις, είναι αναγκαίο παράλληλα να δημιουργηθεί μέσα σε κάθε χώρο μια «υπερπαράταξη» που θα αγκαλιάζει κάθε αγωνιστή που θέλει να δώσει τον αγώνα της ανατροπής του μνημονίου, προσφέροντας έτσι μια οργανωτική ραχοκοκαλιά για τη διεξαγωγή του αγώνα αυτού.

Οι παραπάνω στόχοι πάλης δεν αποτελούν ένα συνεκτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, αλλά στοιχειώδεις διεκδικήσεις υπεράσπισης των εργαζομένων από τις συνέπειες της κρίσης. Η συζήτηση και η αντιπαράθεση μέσα στην Αριστερά για τα διάφορα συνολικά σχέδια πρέπει και μπορεί να συνεχίζεται, όμως δεν αποτελεί προϋπόθεση κοινής δράσης η συμφωνία για τη συνολική προοπτική της κοινωνίας. Αυτό που αποτελεί προϋπόθεση είναι η αποφασιστικότητα κάθε αριστερής δύναμης να παλέψει για να ανατραπούν εδώ και τώρα τα μέτρα λιτότητας. Αντίθετα η άρνηση κοινής δράσης, με πρόσχημα στρατηγικές διαφορές της Αριστεράς, αποτελεί αδιαφορία για την επείγουσα ανάγκη να οργανώσουμε από κοινού τον αγώνα για τα άμεσα συμφέροντα των εργαζομένων.

Και μια τέτοια διαφορά που αντικειμενικά λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και διασπαστικά, είναι το ζήτημα του νομίσματος, το θέμα δηλαδή αν απέναντι στο μνημόνιο και την κρίση πρέπει να διεκδικούμε την παραμονή ή την έξοδο από το ευρώ και την υιοθέτηση της δραχμής. Όμως είτε παραμείνει είτε αλλάξει το νόμισμα, καμιά αλλαγή δεν θα συμβεί στο συσχετισμό των δυνάμεων και στην κατανομή του πλούτου. Οι πλούσιοι θα παραμείνουν πλούσιοι και οι φτωχοί θα παραμείνουν φτωχοί, οι ντόπιοι και διεθνείς τοκογλύφοι θα συνεχίσουν να πληρώνονται για το χρέος και οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να πληρώνουν το μάρμαρο.

Αν οι εργαζόμενοι με τον αγώνα τους δεν μπορέσουν να επιβάλλουν κάποιες νίκες, με βάση τους στόχους που διατυπώθηκαν πιο πάνω (ανατροπή του μνημονίου, πάγωμα του χρέους, κρατικοποιήσεις κ.λπ.), τότε θα συνεχίσουν να υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης, όποιο νόμισμα κι αν έχει η Ελλάδα. Δεν έχει καμιά σημασία για τους εργαζόμενους σε πιο νόμισμα αποτιμάται η περιουσία των καπιταλιστών ή οι μισθοί. Αυτό που έχει σημασία είναι η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, το πόσα αγαθά μπορούν να αγοράσουν με το μισθό τους και όχι σε τι νόμισμα αποτιμώνται αυτά τα αγαθά.

Στην πραγματικότητα, η υποστήριξη από την Αριστερά κάποιου νομίσματος δεν εκφράζει τίποτε άλλο από πολιτική ουράς σε διαφορετικές εκδοχές της αστικής πολιτικής, την υποστήριξη του «ευρωπαϊκού» ή του «εθνικού» δρόμου για την έξοδο του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση. Όμως ακόμα κι αν ήταν εφικτή η έξοδος του καπιταλισμού από την κρίση, πάλι οι εργαζόμενοι θα κληθούν να πληρώσουν τα σπασμένα.

Συμφέρον των εργαζομένων είναι να υπερασπίσουν τον εαυτό τους από τις συνέπειες της κρίσης και όχι να κάνουν θυσίες για το ένα ή το άλλο νόμισμα, για τον ένα ή τον άλλο τρόπο που θα τονώσει την «ανταγωνιστικότητα» του ελληνικού καπιταλισμού. Σε κάθε περίπτωση, ο προσανατολισμός εντός η εκτός του ευρώ και της ΕΕ από διάφορες δυνάμεις της Αριστεράς δεν μπορεί να λειτουργεί ως πρόσχημα για την άρνηση της κοινής δράσης ενάντια στην πολιτική του μνημονίου.

Συνοψίζοντας, ένα πρόγραμμα κοινής πάλης της Αριστεράς πρέπει να απαντάει στην υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων των εργαζομένων και της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να συστηματοποιηθεί σε μερικά απλά, αλλά βασικά σημεία: αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης, των μέτρων λιτότητας και του μνημονίου με ταυτόχρονο πάγωμα της πληρωμής του χρέους, αναδιανομή του πλούτου και βαριά φορολογία του κεφαλαίου, πάλη για κρατικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας με εργατικό έλεγχο, δημιουργία πλατιών επιτροπών στους κοινωνικούς χώρους για να στηριχτεί αυτός ο αγώνας και να γίνει κοινωνικός ξεσηκωμός.

Αυτό το πλαίσιο, παράλληλα με τη δημοκρατική εμβάθυνση, θα μπορούσε να είναι ένα πλαίσιο που θα αναζωογονήσει την κοινή δράση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν η ηγεσία του ΣΥΝ αντιδρά, δεν πρέπει να της κάνουμε τη χάρη, χαρίζοντάς της τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανήκει σε όλους όσους τον έχτισαν και τον στήριξαν και δεν κληρονομείται.
Όμως ταυτόχρονα δεν υπάρχει και κανένας λόγος αναμονής. Έτσι κι αλλιώς η δυναμική της κοινής δράσης μπορεί και πρέπει να φτάσει πολύ ευρύτερα, από κόσμο που σπάει από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τις δυνάμεις που συσπειρώνονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όσες δυνάμεις της Αριστεράς θέλουν να δώσουν πραγματικά τη μάχη για την ανατροπή του μνημονίου, μπορούν και οφείλουν να δράσουν από κοινού μέσα στους κοινωνικούς χώρους και μέσα σε κοινές επιτροπές αγώνα.

Ένα πλατύ πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο της Αριστεράς με ένα μίνιμουμ αναγκαίο πλαίσιο στόχων πάλης, μπορεί να κάνει σημαντική διαφορά στην ελληνική κοινωνία. Μπορεί να καταγράψει ένα αντίπαλο δέος στην αστική πολιτική και να δώσει το σύνθημα αγώνα για την ανατροπή του μνημονίου σε πλατιές μάζες (όπως το «Κάτω ο Μουμπάρακ» ένωσε το λαό της Αιγύπτου). Μπορεί να διευκολύνει τον κοινωνικό ξεσηκωμό που είναι απαραίτητος για την ανατροπή της λιτότητας.

Όμως δεν μπορεί να δώσει όλες τις απαντήσεις. Δεν μπορεί να απαντήσει, για παράδειγμα, στο ζήτημα του ρατσισμού που έχει μετατραπεί σε βασικό όπλο της κυρίαρχης πολιτικής, για να διαιωνίζεται μέσα από το «διαίρει και βασίλευε». Η εργατική τάξη στην Ελλάδα αποτελείται από ντόπιους και μετανάστες και η μάχη ενάντια στην πολιτική του μνημονίου έχει ανάγκη και τα δυο αυτά τμήματα ενωμένα. Συνεπώς, η καίρια μάχη ενάντια στο ρατσισμό οφείλει να δοθεί όχι μόνο μέσα στην κοινωνία, αλλά και μέσα στην Αριστερά, αφού σημαντικό μέρος της υποχωρεί απέναντι στις ρατσιστικές αντιλήψεις.

Επιπλέον, η μετωπική δράση δεν μπορεί να χαράξει μια συνολική εναλλακτική για το «μετά» της κοινωνίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με το χτίσιμο μιας μαζικής επαναστατικής Αριστεράς, που θα προβάλλει αξιόπιστα έναν άλλο δρόμο απέναντι στα αδιέξοδα και τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Η πολιτική και ιδεολογική μάχη για το ξεκαθάρισμα των απόψεων και το χτίσιμο μιας τέτοιας Αριστεράς είναι μπροστά μας, παράλληλα με την κοινή δράση.

Αν μια φορά ο ξεσηκωμός της νεολαίας το 2006-2007 υποχρέωσε την ηγεσία του ΣΥΝ να κινηθεί προς τα αριστερά, στρίμωξε την ηγεσία του ΚΚΕ και έκανε εφικτή τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα η συγκυρία δημιουργεί τις συνθήκες για μια ακόμα πιο βαθιά κοινωνική έκρηξη, ωριμάζει το δρόμο της Αιγύπτου και της Τυνησίας και στην ελληνική κοινωνία, κάνει εφικτή μια νέα και πιο βαθιά δυναμική της Αριστεράς. Τουλάχιστον εκείνης της Αριστεράς που είναι αποφασισμένη να πάρει το δρόμο της ανυποχώρητης υπεράσπισης των συμφερόντων των από κάτω, χωρίς να τρομάζει από την προοπτική σύγκρουσης με το σύστημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: